Συνέντευξη
στον Δημήτρη Γαρουφαλή, Διευθυντή Θεμάτων Αρχαιολογίας
Κύριε Θέμελη, το ελληνικό κοινό σας γνωρίζει κυρίως από το σπουδαίο έργο σας στην αρχαία Μεσσήνη. Θα θέλαμε όμως να μας κάνετε κοινωνούς της «αρχής του μίτου», να μας μιλήσετε για τις παιδικές σας αναμνήσεις από τη γενέθλιο πόλη σας, τη Θεσσαλονίκη, για την περίοδο της Κατοχής και για τα γυμνασιακά σας χρόνια.
Γεννημένος το 1936 στη Θεσσαλονίκη, είναι προφανές ότι πέρασα τα παιδικά μου χρόνια σε περιόδους κρίσιμες και άκρως επικίνδυνες για την επιβίωση της ίδιας της πατρίδας μου και των
κατοίκων της όχι μόνο λόγω της βάρβαρης γερμανικής κατοχής αλλά και του εμφυλίου που ακολούθησε. Ο φιλόλογος πατέρας μου Γιώργος Θέμελης προκειμένου να μπορεί να καλύπτει τις
βασικές ανάγκες της οικογένειας αναγκαζόταν να εργάζεται σε ένα δημόσιο και ένα ιδιωτικό σχολείο και να παραδίδει παράλληλά ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι. Μέναμε εκείνα τα χρόνια στην οδό Δημητρίου Πολιορκητού 10 σε ένα παλιό διώροφο παραδοσιακό σπίτι, τουρκόσπιτο το λέγαμε, με κήπο και μια συκιά. Το «χαγιάτι» του σπιτιού ήταν μια μακρόστενη σάλα που διέτρεχε όλο το μήκος του ορόφου με μια σειρά παράθυρα που έβλεπαν στον κήπο και άνοιγαν συρόμενα προς τα πάνω. Μικρό άνοιγμα σε ένα παράθυρο επέτρεπε στις γάτες μας να μπαινοβγαίνουν. Δυο υπνοδωμάτια πίσω και μια κουζίνα με τουαλέτα. Έκανα το μπάνιο μου σε μια τσίγκινη σκάφη. Δυστυχώς, όταν το εγκαταλείψαμε, κατεδαφίστηκε και στη θέση του υψώθηκε μια απαίσια πολυκατοικία. Ευτυχώς πρόλαβα να το ζωγραφίσω (εικ. 1α-β).
Στο ισόγειο του τουρκόσπιτου έμενε οικογένεια προσφύγων από τον Πόντο με τρία παιδιά, τους φίλους μου Σωκράτη και Λέανδρο και τη φίλη μου Ελπίδα.
Σύχναζα στο σπίτι τους όχι μόνο για την παρέα και τον ήχο της ποντιακής, που μιλούσαν με τους γονείς και τη γιαγιά, αλλά και για το ελκυστικό στην παιδική αστική μάτια μου παραδοσιακό οικιακό περιβάλλον με κουρελούδες στο πάτωμα, μιντέρια, μαξιλάρια και τσιρία (=αποξηραμένους καρπούς) σε πήλινα πινάκια.
[diazomagallery id=”α”]
Είχα χάσει πολύ νωρίς την μητέρα μου Λεμονιά με καταγωγή από την Ικαρία και μας φρόντιζε, ιδιαίτερα εμένα τον Βενιαμίν της οικογένειας, η συγχωρεμένη θεία μου Ελισάβετ που την φώναζα Νόνα, επειδή είχε βαφτίσει την αδελφή μου Νέλλη. Κάποιες Κυριακές, στο οικογενειακό τραπέζι ήταν καλεσμένοι νέοι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, όπως ο γείτονας Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Γιώργος Ιωάννου και άλλοι. Συζητούσαν με τον πατέρα μου για ποίηση και πεζογραφία. Μεγάλο για μένα γεγονός ήταν τα soiree de gala, οι εορταστικές βραδιές λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης στο εξοχικό της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη (Χρυσούλας Πεντζίκη-Αργυριάδου) στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης, όπου ο σύζυγός της Αργυριάδης ήταν διευθυντής.
Το ενδιαφέρον που παρουσίαζαν οι βραδιές δεν βρισκόταν για μένα τόσο στις συζητήσεις των εκπροσώπων των σύγχρονων τότε ρευμάτων του υπερρεαλισμού, αλλά στο πλούσιο, για την εποχή πείνας, δείπνο καθώς και στο γεγονός ότι ήμουν ελεύθερος να τριγυρίζω στους στάβλους της Σχολής και να θαυμάζω τα άλογα. Στο σπίτι σύχναζαν ο φαρμακοποιός, λογοτέχνης και ζωγράφος Νίκος Πεντζίκης και ο διηγηματογράφος Γιώργος Κιτσόπουλος, εκδότης του περιοδικού ΚΟΧΛΙΑΣ, ο οποίος νυμφεύθηκε την παιδίατρο αδελφή μου Νέλλη. Από τον Νίκο έμαθα πολλά για τη ζωγραφική, τη φύση και τα φυτά (εικ. 2α), από τον Γιώργο έμαθα την αξία της «πυκνής» γραφής του διηγημάτων και το ψάρεμα της πελαγίσιας τσιπούρας, κόλπο της Θεσσαλονίκης με βάρκα.
Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, Δημοτικό και Γυμνάσιο, στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (εικ 2β.) και αγάπησα τα γράμματα χάρη στην παιδαγωγό δασκάλα μου Αγγέλα Δούμπαλη, που κρατώ ακόμη άσβεστη την εικόνα της μέσα μου ως μιας δεύτερης μητέρας. Με επηρέασαν θετικά όλοι οι καθηγητές στο Γυμνάσιο, όμως όσο περνούν τα χρόνια ξεχωρίζω
τον καθηγητή εικαστικών Κασόλα που μου μετέδωσε το ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και τον καθηγητή μουσικής Καραηλία για τη μουσική και το θέατρο. Ο αδελφός μου Δημήτρης, πέντε χρόνια μεγαλύτερος, που ξεκίνησε ως έφηβος ταλαντούχος βιολιστής, σπούδασε μουσικολογία στη Γερμανία και διετέλεσε διευθυντής στο κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και σε συνέχεια καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ηχούν ακόμη στα αυτιά μου ορισμένα κλασικά έργα που αγαπούσε ο Δημήτρης και έπαιζε στο βιολί καθημερινά ως τα ογδόντα έξι του που αποδήμησε.
Λάβατε το πτυχίο σας στην Ιστορία και Αρχαιολογία από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης; Ποιοι ήταν οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι
που σας γοήτευσαν; Μιλήστε μας για το «κλίμα» της εποχής εκείνης στο Πανεπιστήμιο.
Έλαβα πτυχίο Φιλολογίας, όχι Ιστορίας-Αρχαιολογίας. Τα δύο πρώτα χρόνια σπουδών στη Φιλοσοφική Σχολή ήταν κοινά για τις δύο κατευθύνσεις, όμως συνέχισα και κατά τα επόμενα χρόνια τις σπουδές μου στη Φιλολογία. Με είχε γοητεύσει αρχικά ο γλωσσολόγος Ανδριώτης, ο ξεκάθαρος λιτός και γλαφυρός λόγος του επιβαλλόταν απόλυτα στην κατάμεστη αίθουσα, όταν μιλούσε για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και τους Ινδοευρωπαίους, ο τρόπος που τόνιζε τους τίτλους των βασικών συγγραμμάτων στη γερμανική γλώσσα με εντυπωσίαζε και αποφάσισα να μάθω γερμανικά. Τελικά με κέρδισε ο διακεκριμένος δημοτικιστής φιλόλογος ομηριστής Ιωάννης Κακριδής, μια ξεχωριστή προσωπικότητα, με σκούρο δέρμα και κάτασπρα μαλλιά, που σε καθήλωνε όταν μιλούσε για το ομηρικό ζήτημα, το μεταφραστικό πρόβλημα, την κατάργηση των τόνων και άλλα. Αεικίνητος, θεατρικός, συναρπαστικός γενικά και ταυτόχρονα προσηνής. Μου έκανε την τιμή να μου χαρίσει δυο βιβλία του. Αλλά και ο φιλόλογος Αγαπητός Τσοπανάκης, άνθρωπος χαμηλών τόνων, με επηρέασε θετικά, μου άνοιξε τον δρόμο προς την κατανόηση της αρχαίας τραγωδίας και της λυρικής ποίησης, έκανε και μη υποχρεωτικά σεμινάρια για τη γλώσσα των μυκηναϊκών πινακίδων της Πύλου και της Κνωσού και τη φωνητική αξία των συλλαβικών συμβόλων της Γραμμικής Β γραφής, η οποία λίγο πριν είχε αποκρυπτογραφηθεί από τον Michael Ventris.
Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης είχε δικαίως τη φήμη αξιόλογου και προοδευτικού ακαδημαϊκού ιδρύματος όχι απλώς επειδή η διδασκαλία γινόταν στη δημοτική, αλλά γιατί οι διδάσκοντες ήταν άνθρωποι προοδευτικοί με κεραίες ανοιχτές προς τις νέες τάσεις της επιστήμης τους, αλλά και προς τα καλλιτεχνικά μηνύματα που έφταναν τότε στη χώρα και αφομοιώνονταν άμεσα. Αποτελούσαν και αυτοί επίλεκτα μέλη της γενιάς του ‘30. Θέατρο, μουσική, λογοτεχνία, ζωγραφική ανθούσαν. Ο καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Λίνος Πολίτης, που μας μύησε στον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Βιτσέντζο Κορνάρο και την Παλαιογραφία, ήταν ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος του Σωματείου ΤΕΧΝΗ, οι τακτικές διαλέξεις του οποίου από προσωπικότητες της τέχνης και της επιστήμης καλλιέργησαν ένα σημαντικό φιλότεχνο κοινό, άφησαν εποχή.
Την περίοδο των σπουδών μου δεν είχε ακόμη καταλαγιάσει ο απόηχος του εμφύλιου, οι πληγές, ψυχικές, σωματικές και υλικές δεν είχαν επουλωθεί, υποβόσκουν άλλωστε ακόμη και σήμερα. Παρά την ανέχεια και τα καθημερινά προβλήματα είχε αρχίσει να ανατέλλει δειλά ο ήλιος της αισιοδοξίας, της απώθησης ψυχοφθόρων βιωμάτων από την κατοχή και τον εμφύλιο, της πίστης στη γνώση και της αγάπης στην τέχνη. Ο καθηγητής Πανεπιστημίου ήταν τότε ο «απόλυτος άρχων της έδρας», όπως άκουσα να τον αποκαλούν αργότερα, το 1981 νομίζω, όταν η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να απαλλαγεί από τους «άρχοντες της έδρας», ψηφίζοντας και επιβάλλοντας σε όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα τον γνωστό «Νόμο Πλαίσιο», ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, εξακολουθεί να «ταλαιπωρεί» τα Πανεπιστήμια, δημιουργώντας μάλιστα νέους άρχοντες, τους μόνιμους καθηγητές και αναπληρωτές καθηγητές.
Πως αποφασίσατε να ακολουθήσετε τον «δρόμο» της επιστήμης της Αρχαιολογίας; Έχετε γράψει ότι μυηθήκατε στην Αρχαιολογία την περίοδο 1955- 1965. Πόσο σημαντική ήταν για σας η περίοδος αυτή; Είχατε πριν κάποια άλλα όνειρα ή ερεθίσματα για το μέλλον;
Από το πρώτο ήδη έτος των σπουδών μου αποφάσισα να εγγραφώ και να φοιτήσω στην πρώτη Σχολή Ξεναγών που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, γιατί είχα πληροφορηθεί ότι θα δίδασκαν αξιόλογοι αρχαιολόγοι, βυζαντινολόγοι και ιστορικοί της τέχνης. Είναι γεγονός ότι η φοίτησή μου εκείνη μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τα σημαντικότερα μνημεία (αρχαία, βυζαντινά, μεσαιωνικά) της Μακεδονίας χάρη στις πολυήμερες εκδρομές που μας πρόσφερε η Σχολή και να ακούσω μαθήματα από τους τότε αρχαιολόγους και βυζαντινολόγους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, προσωπικότητες, όπως ο Χαράλαμπος Μακαρόνας (εικ. 3), ο Φώτης Πέτσας, ο Στυλιανός Πελεκανίδης και ο Μανόλης Ανδρόνικος. Η επιρροή τους ήταν τόσο έντονη ώστε αποφάσισα να ακολουθήσω το επάγγελμα του αρχαιολόγου, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψω τις φιλολογικές μου σπουδές. Αντιλήφθηκα άλλωστε ότι η γνώση των αρχαίων, των λατινικών, της επιγραφικής και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας γενικά ήταν αναγκαίο εφόδια της αρχαιολογίας
[diazomagallery id=”β”]
Mπορειτε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο με τη συνέντευξη στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Πέτρος Θέμελης Ο ανασκαφέας της Αρχαίας Μεσσήνης μιλά στα Θέματα Αρχαιολογίας
Ηλεκτρονική διεύθυνση άρθρου (Url): https://www.themata-archaiologias.gr/wp-content/uploads/2022/06/petrosthemelis-2021-5- 2-254-269.pdf
© Περιοδικό Θέματα Αρχαιολογίας, τόμος 5, τεύχος 2, Μάιος/Αύγουστος 2021, σ. 254-269